- θηριάλωσις
- θηρι-άλωσις, ἡ, Fang wilder Tiere
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
θηριάλωσις — θηριάλωσις, ἡ (Α) η σύλληψη θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + άλωσις (< αλίσκομαι)] … Dictionary of Greek
θηρίο — και θεριό, το (ΑΜ θηρίον) 1. άγριο ζώο, αγρίμι 2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που… … Dictionary of Greek
θηριαλώσεως — θηριαλώσεω̆ς , θηριάλωσις capture of wild beasts fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)